- τριηρονόμος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) τριήραρχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -νόμος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριηρονόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek